κατοπτικός

κατοπτικός
κατοπτικός, -ή, -όν (Α)
[κατόπτης]
φρ. «κατοπτικός νόμος» — ο νόμος που ανήκει ή αναφέρεται στον κατόπτη, τον βοιωτικό έφορο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”